- αλατισιά
- η1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αλάτιση < αλατίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek